Το κείμενο που παρουσιάζεται παρακάτω γράφτηκε στο πλαίσιο της Δημιουργικής γραφής από την Εκπαιδευόμενη Β' Κύκλου Σπουδών Θάλεια Τσίλη
|
Η Μάνα Ελένη φιλοτεχνήθηκε από τη Θάλεια Τσίλη
|
Μια φιγούρα αγέρωχη, ψηλή, τέλεια κορμοστασιά, με μαλλιά μελιά, δεμένα πίσω πλεξίδα. Τα μάτια της όμορφα, πάντα κοιτούσαν αόριστα.Έτσι θυμάμαι την μάνα μου. Ελένη την λέγανε.
Μέναμε σε ένα χωριό της Δράμας, ψηλά μέσα στα βουνά.
Μόλις είχαν φύγει οι Βούλγαροι γέμισε το βουνό μ’ αντάρτες. Κατέβαιναν τακτικά. Ο κόσμος φοβισμένος. Ήμουν πέντε χρονών, είχα δυο αδελφές, τη Χρυσούλα και τη Μαρία. Ο πατέρας είχε φύγει μετανάστης στην Αμερική. Εκεί ήταν η δουλειά του. Λέγαμε πως, όταν τελειώναμε το σχολείο, θα πηγαίναμε κοντά του. Μόνο η μάνα δεν ήθελε να αφήσει τον τόπο της. Αγαπούσε την πατρίδα της, έλεγε Ελλάδα και τα μάτια της φωτίζονταν.
Ήταν καλή μάνα και άνθρωπος, όλο το χωριό το βοηθούσε. Τα λεφτά και ό,τι έστελνε ο πατέρας δεν τα κρατούσε, μόνο τα απαραίτητα, τα άλλα τα μοίραζε.
Ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα, άνοιξε η μάνα. Έπεσε στα πόδια της ένα παλικάρι, ήταν λαβωμένος. Με το ζόρι ψιθύρισε... «Βοήθησέ με κυρά» και έκλεισε τα μάτια. Η μάνα σέρνοντας τον ακούμπησε στο κρεβάτι, έσκισε ένα σεντόνι,του έδεσε την πληγή. Έτρεξε η Χρυσούλα και έκλεισε την πόρτα. «Μάνα φοβάμαι, κι αν έρθουν αυτοί που τον κυνηγάνε;» «Χρειάζεται βοήθεια, έτσι να τον αφήσουμε;» της είπε. Εμείς με την Μαρία είχαμε μαζευτεί σε μια γωνιά. Όλη τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε, εμείς από φόβο κι η μάνα από αγωνία για το παλικάρι.
Πέρασαν δυο μέρες, έπεσε ο πυρετός. Τον κατεβάσαμε κάτω στο κονί, τον κρύψαμε.