Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Δημιουργική γραφή, ένα διήγημα από την Θάλεια Τσίλη "Η Μάνα"

Το κείμενο που παρουσιάζεται παρακάτω γράφτηκε στο πλαίσιο της Δημιουργικής γραφής από την Εκπαιδευόμενη Β' Κύκλου Σπουδών Θάλεια Τσίλη




Η Μάνα Ελένη φιλοτεχνήθηκε από τη Θάλεια Τσίλη

Μια φιγούρα αγέρωχη, ψηλή, τέλεια κορμοστασιά, με μαλλιά μελιά, δεμένα πίσω πλεξίδα. Τα μάτια της όμορφα, πάντα κοιτούσαν αόριστα.Έτσι θυμάμαι την μάνα μου. Ελένη την λέγανε.

Μέναμε σε ένα χωριό της Δράμας, ψηλά μέσα στα βουνά. 
Μόλις είχαν φύγει οι Βούλγαροι γέμισε το βουνό μ’ αντάρτες. Κατέβαιναν τακτικά. Ο κόσμος φοβισμένος. Ήμουν πέντε χρονών, είχα δυο αδελφές, τη Χρυσούλα και τη Μαρία. Ο πατέρας είχε φύγει μετανάστης στην Αμερική. Εκεί ήταν η δουλειά του. Λέγαμε πως, όταν τελειώναμε το σχολείο, θα πηγαίναμε κοντά του. Μόνο η μάνα δεν ήθελε να αφήσει τον τόπο της. Αγαπούσε την πατρίδα της, έλεγε Ελλάδα και τα μάτια της φωτίζονταν. 

Ήταν καλή μάνα και άνθρωπος, όλο το χωριό το βοηθούσε. Τα λεφτά και ό,τι έστελνε ο πατέρας δεν τα κρατούσε, μόνο τα απαραίτητα, τα άλλα τα μοίραζε.

Ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα, άνοιξε η μάνα. Έπεσε στα πόδια της ένα παλικάρι, ήταν λαβωμένος. Με το ζόρι ψιθύρισε... «Βοήθησέ με κυρά» και έκλεισε τα μάτια. Η μάνα σέρνοντας τον ακούμπησε στο κρεβάτι, έσκισε ένα σεντόνι,του έδεσε την πληγή. Έτρεξε η Χρυσούλα και έκλεισε την πόρτα. «Μάνα φοβάμαι, κι αν έρθουν αυτοί που τον κυνηγάνε;» «Χρειάζεται βοήθεια, έτσι να τον αφήσουμε;» της είπε. Εμείς με την Μαρία είχαμε μαζευτεί σε μια γωνιά. Όλη τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε, εμείς από φόβο κι η μάνα από αγωνία για το παλικάρι.

Πέρασαν δυο μέρες, έπεσε ο πυρετός. Τον κατεβάσαμε κάτω στο κονί, τον κρύψαμε.


Το μεσημέρι γέμισε το χωριό αντάρτες. Έψαξαν όλα τα σπίτια, μας βγάλαν στην πλατεία. Δεν ήταν μόνο άντρες είχε και γυναίκες και αυτές κρατούσαν όπλα. Μάλιστα η μία πλησίασε τη Χρυσούλα, της έπιασε τα μαλλιά και της είπε «είσαι ολόκληρη γυναίκα μπορείς να κρατήσεις όπλο». Η μάνα μπήκε μπροστά στην Χρυσούλα και την έσπρωξε πίσω της «είναι μόλις δεκατρία χρονών, είναι παιδί ακόμα». Τότε έτρεξα και της έδωσα μια κλωτσιά, ένας άντρας με άρπαξε και μ’ έριξε κάτω. Είχα χτυπήσει τα χέρια μου και από το γόνατο έτρεχε αίμα, αλλά δεν έβγαλα μιλιά. Ο θυμός που είχα μέσα μου δεν μ’ άφηνε να κλάψω. «Ελάτε πάμε να φύγουμε, μα θα ξανάρθουμε» είπε ένας άντρας αυτός πρέπει να έκανε κουμάντο. Φύγαν.

Μόλις έπεσε το σκοτάδι άνοιξε η μάνα το κονί. «Έλα βγες» είπε στον ξένο, και του έδωσε ένα τορβά με ψωμί και τυρί. «Άντε στο καλό, να προσέχεις». Αυτός έσκυψε και της φίλησε το χέρι «ευχαριστώ» της είπε και χάθηκε στο σκοτάδι.

Εμείς ξαπλώσαμε μα εκείνη έμεινε ξάγρυπνη, αναστέναζε, δεν την χωρούσε ο τόπος. Ξύπνησα από τις φωνές, ήταν η Χρυσούλα «μάνα μη, σε παρακαλώ». Βλέπω την μάνα, της είχε δώσει ένα ξύλο να δαγκώσει για να μην ακουστεί και κρατούσε ένα πυρωμένο σίδερο. «Πρέπει παιδί μου, πρέπει να το κάνω, θα έρθουν και θα σε πάρουν στο βουνό. Τους ανάπηρους δεν τους θέλουν τι να τους κάνουν». Δεν τους θέλουν έλεγε και τα δάκρυα κυλούσαν.

Τρεις μέρες δεν σηκώθηκε, όταν την είδα όρθια με το ζόρι να κρατιέται κοίταξα τη μάνα μου. Τα μάτια της ήταν πρησμένα. Ήμουν μικρός μα τον πόνο που ένιωσα ακόμη τον θυμάμαι.

*Κονί : υπόγειο.

Θάλεια Τσίλη