Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε στο πλαίσιο των μαθημάτων της Δημιουργικής Γραφής από την Θάλεια Τσίλη.
Η εικόνα φιλοτεχνήθηκε από τη Θάλεια Τσίλη |
Όταν
κατέβαινε στο χωριό, περνούσε απ’ το σπίτι του φίλου του Κεμάρ. Ο Κεμάρ ήταν
ένας γέρος, σοφός. Τον αγαπούσε σαν πατέρα. Και αυτός σαν γιο. Είχε τρεις
κόρες. Να τον έκανε γαμπρό! Και ποιος δεν ήθελε τον Μουχτάρ, έξυπνος, πλούσιος!
Τα βράδια
ξάπλωνε κοίταζε το μαύρο ουρανό της ερήμου, χιλιάδες τ’ άστρα. Το μυαλό του
ταξίδευε. Στη διαχείριση του καραβανιού, πώς ν’ αγοράσει νέες, γερές καμήλες,
στο νερό που ήταν λίγο για ανθρώπους και ζώα. Ύστερα, έφερνε στο νου του τον
πατέρα του που τον είχε χάσει πριν τρία χρόνια. Πόσο του έλειπε! Και μέσα σε
όλες αυτές τις δύσκολες σκέψεις ερχόταν και τα όμορφα μαύρα μάτια της Αϊσμής,
το γλυκό χαμόγελό της, και έτσι περνούσε η βραδιά. Ερχόταν το πρωί, τον έβρισκε
ξύπνιο με το μυαλό και τα μάτια κουρασμένα τον Μουχτάρ, τον πρίγκιπα των
ονείρων πολλών κοριτσιών της Ανατολής.