Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

Ένα αινιγματικό ταξίδι.



Τι φως! Υπάρχει στ’ αλήθεια; Όνειρο ζωής! Θέλω να το δω αυτό το φως. Όχι από την οθόνη του υπολογιστή μου, αλλά από κοντά.

«Welcome, come in» μας υποδέχονται με ένα χαμόγελο, ένα ποτήρι δροσερό νερό. Βουητό. Γλώσσες ανακατεμένες. Έφηβοι που ο κόσμος τους φαίνεται μια σταλιά. Ερωτευμένοι, που ήρθαν εδώ να μοιραστούν ένα αλμυρό φιλί, να πουν το σ’αγαπώ κάτω από αυτό το φως. Τι χρώμα; Γαλάζιο! Και νύφες και γαμπροί, από την άλλη πλευρά του κόσμου ήρθαν να παντρευτούν εδώ, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, που ο ήλιος αγγίζει το γαλάζιο και ο ουρανός παίρνει το χρώμα του καλοκαιριού, που δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Μέχρι που φτάνει αυτό το φως! Θα πάω και παραπέρα να δω.


Τον δρόμο μου σταματάει ένα ψηλό βουνό. Μου κρύβει το φως, το αγριεύει. Και οι άνθρωποι εδώ δεν μου μιλούν. Με κοιτάζουν ίσια στα μάτια και σμίγουν τα φρύδια. Έχουν τα κεφάλια τους σφιχτά δεμένα με μαύρα μαντίλια. Το τραπέζι τους φτωχό, μόνο ψωμί και ελιά. Μετρούν τα βήματά μου. Ένα ρίγος διαπερνά το κορμί μου. Ακούγεται μια φωνή… Και ήχος από δοξάρι. Ευθύς σηκώνονται, δίνουν τα χέρια, τινάζονται ψηλά, να φτάσουν στην κορφή του βουνού. Με κερνούν πίτες με μέλι, και πιοτό που καίει τα σωθικά μου μα δροσίζει την ψυχή μου. Μια κοπέλα περνάει μπροστά μου. Μοσχομυρίζει Όχι κάποιο ακριβό άρωμα, μα ρίγανη και θυμάρι. Την φωνάζουνε Ελένη. Αναρωτιέμαι, έτσι όμορφη να ήταν και η Ελένη του Ομήρου; Τι γλύκα που’ χει αυτός ο τόπος τι μοσχοβολιά!

Πήρα πάλι το δρόμο. Ο ιδρώτας κυλάει στο πρόσωπό μου. Συναντώ πρόσωπα βαθιά χαραγμένα, χέρια γεμάτα ρόζους και χώμα. Τα ρούχα τους λιωμένα. Γυναίκες με κεριά στα χέρια τρέχουν στα ξωκλήσια να καλοπιάσουν την Παναγιά, να φυλάει τα παιδιά τους. Σκέφτομαι να’ ναι αλήθεια άραγε ότι αυτοί οι άνθρωποι κάποτε αντιστάθηκαν στους ισχυρούς, εμπόδισαν τα όνειρα του Χίτλερ; 

Προχωρώ, εδώ το φως γίνεται πιο καθαρό. Και αυτό το αεράκι τι μυρουδιές φέρνει στην μύτη μου. Γλυκές, αλμυρές, πικάντικες. Εδώ οι άνθρωποι με φωνάζουν από μακριά. «Πιες να δοκιμάσεις. Πάρε να φας. Λίγο πήρες, πάρε κι άλλο». Και γελάνε. Τι δυνατά που γελάνε! Σταματώ μπροστά σε ένα άγαλμα. Ένας νεαρός πάνω σε ένα περήφανο άτι. Διαβάζω την επιγραφή, «Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδών». Και τότε προχωράω σίγουρη πια ότι είναι αυτοί που αντιστέκονται, που ζούνε μόνο λεύτεροι.

Βιάζομαι να φύγω να προλάβω, πριν σβηστούν τα χνάρια σου Θησέα. Μεσημέρι, κάτω από τον καυτό ήλιο, στέκει εκεί απέναντί μου, αμίλητος, ακούνητος σαν βράχος στη ζέστη, στο κρύο, στη βροχή. Είναι φύλακας. Φυλάει το φως της δημοκρατίας. Περιμένει υπομονετικά το σύνθημα. Να περπατήσει ηρωικά, σαν τους αγωνιστές προγόνους του που πάλεψαν με την σκλαβιά και νίκησαν. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, τα μάτια μου δακρύζουν. Έκανα πολύ δρόμο για να φτάσω εδώ, να δω αυτό που λαχταρούσα από την αρχή να υψώνεται μπροστά μου. Οι μαρμάρινοι κίονες λούζονται στο φως, γίνονται θεόρατοι.  Οι κόρες με τα κυματιστά μαλλιά, τα μάτια τα μεγάλα. Το βλέμμα τους αυστηρό, απόμακρο. Μα κάτι λείπει και είναι στενοχωρημένες. Έχω δει την αδελφή τους στην πατρίδα μου. Ως συντηρητής αρχαιοτήτων, εργάστηκα στο πρόσωπό της, μα δεν κατάφερα να αναδείξω αυτή τη λάμψη. Έσκυψα να πάρω ένα χαλίκι, τώρα που το ταξίδι τελείωσε να το πάρω μαζί μου. Μα μετάνιωσα, ντράπηκα, εδώ ανήκει εδώ είναι όμορφο κάτω από αυτό το φως. Αυτό είναι το υλικό της σύστασης που ζωντανεύει τα αγάλματα και τις ψυχές των ανθρώπων, αυτού του ευλογημένου τόπου.

Φτωχοί μου Έλληνες, μεγιστάνες του ιστορικού πλούτου!


*Το παραπάνω κείμενο είναι αφιερωμένο στο τμήμα μου το Α1 το έγραψα στο πλαίσιο των μαθημάτων της Δημιουργικής Γραφής. 

Άννα Γκόρα