Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Δημιουργική γραφή ένα διήγημα από την Ειρήνη Βούρτα " Εκεί που δεν το περιμένεις"

Το κείμενο που παρουσιάζεται παρακάτω γράφτηκε στο πλαίσιο της Δημιουργικής γραφής από την Εκπαιδευόμενη Β' Κύκλου Ειρήνη Βούρτα.



Εκεί που δεν το περιμένεις
Εμφανίστηκε ένα απόγευμα στο σπίτι μας μαζί με τον αδερφό μου, τον Κωστή και κοινούς φίλους. Εντυπωσιάστηκα από την πρώτη στιγμή που τον είδα. Ζωντάνεψε μπροστά μου εικόνα που πάντα με γοήτευε... σφιχτό γυμνασμένο σώμα, μακριά μαλλιά, λευκό πουκάμισο, δερμάτινο μαύρο παντελόνι και μπότες. Η κιθάρα και το μικρόφωνο του έλειπαν, το κοινό του ήταν ήδη εκεί, εγώ. Ένας ροκ σταρ στο σαλόνι μου. Η καρδιά μου κόντευε να βγει από το στήθος μου, σκέφτηκα « Νεφέλη αυτό είναι το δώρο σου για φέτος, είδες που τελικά κυκλοφορούν ανάμεσά μας!». Σιγά μην με πρόσεξε, δεν ήμουν ποτέ φανταχτερή και φυσικά ούτε και εκείνη την ημέρα. Η παρέα χωρίστηκε.
 Δύο μέρες μετά βρεθήκαμε σε ένα ταβερνάκι με τον αδερφό μου και την υπόλοιπη παρέα, γνωριζόμασταν από παλιά, ο καινούργιος για μένα ήταν αυτός ο γοητευτικός ροκ σταρ. Οδυσσέας μου συστήθηκε. Καθίσαμε μαζί. Ήταν κοινωνικός, περιποιητικός και γλυκομίλητος, εγώ άβγαλτη μαγεύτηκα.
Κουβέντα στην κουβέντα ανταλλάξαμε τηλέφωνα και μετά την ταβέρνα ακολούθησε ποτό. Αργά το βράδυ, όταν πια το διαλύσαμε μου ψιθύρισε «θέλω πολύ, πολύ να σε ξαναδώ» και όπως απομακρυνόταν γύρισε και μου έστειλε ένα φιλί. Βρέθηκα στα σύννεφα. Δεν άργησε και το τηλεφώνημα.
Κανονίσαμε να βρεθούμε για καφέ μετά τη δουλειά. Περνούσαμε πολύ όμορφα μαζί, δεν αργήσαμε να γίνουμε ζευγάρι. Οι ώρες μαζί του περνούσαν γρήγορα και ποτέ δεν μου ήταν αρκετές, το ίδιο έδειχνε να νιώθει και ο Οδυσσέας. Μου έστελνε μηνύματα κατά την διάρκεια της μέρας. Είχα πάντα την καλημέρα του. «Καλημέρα μικρή μου, σ’ αγαπώ». Δεν πίστευα ότι το ζούσα όλο αυτό. Εμένα που δεν με πρόσεξε ποτέ κανείς, ήμουν το κορίτσι του Οδυσσέα.
Ένα βράδυ καθώς με κρατούσε αγκαλιά μου λέει «Νεφέλη θέλεις να μείνουμε μαζί; Να παντρευτούμε;». Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, τα χέρια μου ίδρωσαν, το σώμα μου έτρεμε. «Ναι Οδυσσέα μου, το θέλω πολύ!». Όλα ήταν μαγικά.
Την επομένη το πρωί ξεκίνησαν τα σχέδια για την καινούργια μας ζωή. Το σπίτι το είχαμε, ήταν το πατρικό του Οδυσσέα. Μια μονοκατοικία με βεράντες και αυλή. «Εδώ θα ζήσουμε» μου είπε και με φίλησε. Αφού το ανακοινώσαμε στους γονείς μας άρχισαν οι ετοιμασίες. Καθαριότητα, έπιπλα, νοικοκυριό. Σε ένα μήνα το σπίτι ήταν έτοιμο και εμείς για την υπόλοιπη ζωή μας.
Όλα κυλούσαν, είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος και κάτι. Η συμπεριφορά του Οδυσσέα είχε αρχίσει να αλλάζει. Έδειχνε παράξενος, νευρικός, καμιά φορά αργούσε να επιστρέψει από τη δουλειά.
-Οδυσσέα μου τι έχεις; Τι σου συμβαίνει;
-Ωχ μωρέ μας τρέχουν στη δουλειά, δεν τους αντέχω τους βλάκες, αύριο να ξέρεις θα βγούμε εκτός. Θα αργήσω πολύ, μην με περιμένεις.
Η αλήθεια είναι ότι άργησε πολύ και όταν γύρισε δεν ήταν ο δικός μου ο Οδυσσέας. Μου έκανε φασαρία για το τίποτα, όπως γιατί δεν έχει μπύρα στο ψυγείο, γιατί με παίρνουν τηλέφωνο στις 9:30 το βράδυ και για το γάμο ούτε κουβέντα. «Ναι, είπαμε θα παντρευτούμε, εντάξει» και έφευγε. Παρατήρησα πως όπου πήγαινε είχε το κινητό του τηλέφωνο  μαζί, ακόμα και στο μπάνιο. «Που πας Οδυσσέα μου με το τηλέφωνο; Μπουρνούζι και κινητό;», « μπορεί να με πάρει η μάνα μου» ή «περιμένω τηλέφωνο από τη δουλειά».
- Θα απαντήσω εγώ Οδυσσέα μου!
- Άσε ρε Νεφέλη, μπορεί να είναι κάτι επείγον!
Η ψυχή μου αιμορραγούσε, η καρδιά μου πονούσε, έβλεπα ότι τον έχανα και δεν δεχόταν κουβέντα. Ένα βράδυ τον περίμενα μέχρι αργά, άκουσα το αμάξι στην αυλή, κοίταξα την ώρα και ήταν 3:30 το πρωί. Ανέβηκε τα σκαλιά, έβαλε το κλειδί στην πόρτα, μπήκε στο δωμάτιό μας, ξεντύθηκε και ξάπλωσε δίπλα μου.
- Οδυσσέα τι συμβαίνει; Τρεις μήνες τώρα έρχεσαι φεύγεις, μου επιτίθεσαι χωρίς λόγο, κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε.
- Δεν είναι τίποτα γλυκιά μου κοιμήσου.
-Οδυσσέα θέλεις να χωρίσουμε; Έχεις βρει κάτι άλλο;
- Τι είναι αυτά που λες Νεφέλη! Αν ήταν έτσι θα στο έλεγα! Είσαι ότι πολυτιμότερο έχω στην ζωή μου.
Με φίλησε.
Δεν με έπεισε. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε. Έφυγε για την δουλειά, περνούσαν βράδια που δεν επέστρεφε στο σπίτι, χωρίς να μου δώσει εξηγήσεις. Όταν του τηλεφωνούσα μου το έκλεινε. Ήταν πλέον φανερό. Ο Οδυσσέας μου ήταν κάποιας άλλης. Έπρεπε να φύγω. Μάζεψα τα κομμάτια της ψυχής μου, ί και κλείδωσα την πόρτα. Κατέβηκα τα σκαλιά, στάθηκα για λίγο στην αυλή. Η αυλή μας. Με τα κρινάκια που τόσο μας άρεσαν και τους πανσέδες, η πασχαλιά δίπλα στην πόρτα μοσχοβολούσε. « Η κερασιά που φύτεψες και μου είπες, εδώ θα φτιάξω μια κούνια για την κόρη μας όταν έρθει η ώρα» σκέφτηκα. Κάθε εικόνα, σκέψη και μυρωδιά με σκότωνε. Έπρεπε να φύγω, έκλεισα την αυλόπορτα και μπήκα στο ταξί. «Όλα καλά κοπελιά;», με ρώτησε ο οδηγός. «Ναι, φεύγουμε».
Πήγα στο σπίτι της μαμάς μου. Με αγκάλιασε. Δεν χρειάστηκε να πούμε κάτι. Πάντα καταλαβαίναμε η μια την άλλη. Μπήκα στο παλιό μου δωμάτιο, ξάπλωσα στο κρεβάτι, έκατσε κοντά μου και έκλαψα μέχρι που αποκοιμήθηκα ενώ αυτή μου χάιδευε τα μαλλιά. Την έβλεπα να σκουπίζει τα δάκρυά της χωρίς να μιλάει. Τον αγαπούσα πολύ τον Οδυσσέα. Δεν με αναζήτησε, δεν μου έδωσε μια εξήγηση. Δεν μου άξιζε αυτό. Δύο μήνες μετά έμαθα ότι παντρεύτηκε. Ήθελα να πεθάνω.
Λίγα χρόνια αργότερα, βρέθηκα με έναν παλιό μας φίλο. Κουβέντα στην κουβέντα μου είπε και αυτό:
- Νεφέλη ο Οδυσσέας χώρισε.
- Μιχάλη δεν θέλω να ξέρω, πόνεσα πολύ.
- Νεφέλη άκου, χώρισε για δεύτερη φορά!
Πέρασαν τόσα χρόνια να σκέφτομαι και να βασανίζομαι, που έκανα λάθος. Η απάντηση ήρθε από μόνη της. Ο δικός μου Οδυσσέας δεν είχε Ιθάκη...
«Σε εσένα που δεν άξιζες ένα μου δάκρυ, μια στάλα από την αγάπη μου»
Ειρήνη Βούρτα