Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Δημιουργική γραφή ένα διήγημα από την Κωνσταντίνα Θεοδωρούδη "Απαγορευμένη αγάπη"

Το κείμενο που παρουσιάζεται παρακάτω γράφτηκε στο πλαίσιο της Δημιουργικής γραφής από την Εκπαιδευόμενη Β' Κύκλου Κωνσταντίνα Θεοδωρούδη.






Απαγορευμένη αγάπη

        Ο Πέτρος έκανε τη θητεία του στο στρατιωτικό. Εκεί γνώρισε τη Σοφία. Αγαπήθηκαν με την πρώτη ματιά. Έγραψε γράμμα στους δικούς του. «Μια γυναίκα μου πέφτει κι εμένα μάνα, αυτήν θέλω να παντρευτώ». Αλλά και η Σοφία άφηνε το μέρος που μεγάλωσε και τους δικούς της για τα μάτια του Πέτρου. Τίποτε δεν την ένοιαζε, αρκεί να είναι μαζί με τον αγαπημένο της. Έκαναν μια ωραία οικογένεια, απόκτησαν τρία κοριτσάκια. Ζούσαν φτωχικά, αλλά ήταν ευτυχισμένοι.

Κάποια μέρα ο Πέτρος αρρώστησε βαριά και που δεν τον πήγε η Σοφία, στους καλύτερους γιατρούς. Πούλησε ό,τι είχε και δεν είχε για να σώσει το στεφάνι της, αλλά τίποτα. Η Σοφία ήταν απαρηγόρητη για τον χαμό του Πέτρου, όμως από πίσω είχε και τρία παιδιά. Κάθε μέρα στο τραπέζι υπήρχαν και πιο λίγα πράγματα για φαγητό. Είδε παραείδε πήρε την απόφαση να ξαναπαντρευτεί.

Της έκαναν προξενιό με τον Γιάννη, τον ψηλό, έτσι τον έλεγαν στο χωριό. Σαραντάρης, καλό παιδί, ήσυχο, δουλευταράς. Ζούσε με τη μάνα του, δεν παντρεύτηκε. Τα κορίτσια λέγανε, «τι τον ψηλό θα πάρουμε;». Κι έτσι έμεινε ανύπαντρος. Η Σοφία αν και χήρα στα τριάντα εφτά της κρατιόταν καλά, γι’ αυτό αποφάσισε ο Γιάννης να στείλει προξενιό. Η Γιαννούλα, η μεγάλη κόρη της Σοφίας, ήταν ήδη δεκαπέντε χρονών. Το δέρμα της άσπρο σαν τον κρίνο, τα μαλλιά της κατάξανθα, πλεγμένα σε πλεξούδες, τα μάτια της γαλάζια λες και καθρεπτίζονταν μέσα ο ουρανός. Όταν την είδε ο Γιάννης του κόπηκαν τα πόδια. Κάθε μέρα που περνούσε έβλεπε τη Γιαννούλα και πιο όμορφη. Για τον Γιάννη αυτό που ζούσε ήταν ένα μαρτύριο.

Η μικρή αγαπήθηκε με ένα παλικάρι του χωριού. Σαν το έμαθε ο πατριός έγινε έξαλλος. Και τι δεν άκουσε εκείνη την ημέρα το κορίτσι. Την κλείδωσε μέσα και δεν την άφηνε να βγει έξω. Φυσικά η Σοφία πού να φανταστεί. Εκείνη την εποχή έτσι ήταν οι πατεράδες, αυστηροί. Ο νεαρός αφού δεν μπορούσε να δει την αγαπημένη του αποφάσισε να αρραβωνιαστούν. Ο Γιάννης κόντευε να χάσει τα λογικά του. Δεν το άντεχε να τη βλέπει με άλλον άντρα.

Έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Σοφία, αύριο να στείλεις τη Γιαννούλα κάτω στον κάμπο να ποτίσει τα φυτά. Έχει ξεραθεί ο τόπος», είπε στη γυναίκα του. Την άλλη μέρα κρύφτηκε στον αχυρώνα και περίμενε τη μικρή να τη δει να φεύγει. Την ακολούθησε κρυφά. Η Γιαννούλα σαν έφτασε στο χωράφι έσκυψε να κάνει τη δουλειά της. Αυτός με ένα πήδημα βρέθηκε κοντά της και τη χτύπησε με το τσεκούρι στο κεφάλι. Το κορίτσι έπεσε κάτω, αίματα έτρεχαν από το πρόσωπό της. Την πήρε στην αγκαλιά του. Στα γαλάζια της μάτια ήταν ζωγραφισμένος ο τρόμος. Δεν ήθελε η μικρή του να πονέσει. Έκλαψε έτσι πολλή ώρα τη χαμένη του αγάπη. Την ξάπλωσε μαλακά πάνω στο χορτάρι, πήρε το τσεκούρι που ήταν γεμάτο αίματα και ξεκίνησε για το διπλανό χωριό που είχε αστυνομία. Σε όλη τη διαδρομή μονολογούσε, «σκότωσα τη Γιαννούλα, σκότωσα τη Γιαννούλα». Το έλεγε και το ξανάλεγε για το πιστέψει και ο ίδιος.

Σε λίγη ώρα όλο το χωριό βούηξε. Τα παιδιά έτρεχαν και φώναζαν στους δρόμους, «ο ψηλός σκότωσε τη Γιαννούλα, ο ψηλός σκότωσε τη Γιαννούλα». Σαν τ’ άκουσε η Σοφία άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της. «Γιατί;», έλεγε και ξανάλεγε. Στη δίκη δεν τον υπερασπίστηκε κανένας τον Γιάννη. Όμως, κι αυτός δεν είπε τίποτα, ήθελε να τιμωρηθεί. Μόνο όταν κάποιοι είπαν πως τη μισούσε, τότε ούρλιαξε σαν αγρίμι που το πληγώνουν. Κανένας δεν είχε καταλάβει τίποτα. Κανένας δεν κατάλαβε πόσο πολύ την είχε αγαπήσει και δεν άντεχε να τη χάσει.

 Η Σοφία τον είδε για τελευταία φορά με τις χειροπέδες για τις φυλακές. Σταμάτησε μπροστά του μαυροφορεμένη σαν φάντασμα. Ήθελε να τον κοιτάξει στα μάτια. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τόσο έξω έπεσε γι’ αυτόν τον άνθρωπο! Η Γιαννούλα ήταν το καμάρι του. Είχε καταλάβει από καιρό πώς έβλεπε την κόρη της, αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει. «Γιατί;», τον ρώτησε, «σε τι έφταιξε το αγγελούδι μου, σε τι έφταιξα εγώ;». Φυσικά, δεν πήρε απάντηση. Ο Γιάννης ήταν σε έναν δικό του κόσμο, όπως την είχε φανταστεί. Αυτό επιβεβαίωσε τις υποψίες της.

Η Σοφία έφυγε τρέχοντας με τις τύψεις να την κυνηγάνε. Γιατί έβαλε ξένο άντρα μέσα στο σπίτι της; Γιατί το έκανε αυτό στο παιδί της; Μετά από λίγες μέρες ένας αστυνομικός έφερε τα μαντάτα στη μάνα του. Ο Γιάννης αυτοκτόνησε. Όλοι είπαν πως αποδόθηκε θεία δίκη. Η Σοφία δεν άντεχε να ζει σ’ αυτό το χωριό. Γι’ αυτήν αυτό το μέρος ήταν καταραμένο. Έφυγε για τη Γερμανία με τις κόρες της και αποσκευές δύο φωτογραφίες, του Πέτρου και της Γιαννούλας.

Κωνσταντίνα Θεοδωρούδη