Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

"Μια καινούρια αρχή" από τη Μαρία Χαλάτση

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε στο πλαίσιο των μαθημάτων της Δημιουργικής Γραφής από την Μαρία Χαλάτση






«Γρήγορα σου λέω, κάνε γρήγορα! Δεν θα προλάβουμε. Τα πήρες όλα; Είσαι σίγουρη;» Τι σύγχυση, τι στενοχώρια!  Η μαμά εδώ και μέρες δεν κοιμάται καθόλου. Πάνε μέρες που ο μπαμπάς ανακοίνωσε στο Κυριακάτικο τραπέζι πως σε 20 το πολύ 30 μέρες φεύγουμε. Μετακομίζουμε. Είναι αστυνομικός και παίρνει μετάθεση. Όλοι μας τρέχουμε και δεν φτάνουμε. Πως θα είναι εκεί; Τι θα γίνει; Θα περνάμε καλά όσο εδώ; Λήμνος είναι το μικρό νησάκι που θα γίνει τώρα η καινούρια μας ζωή. Ο μπαμπάς φυσάει και ξεφυσάει. Η μικρή μου αδελφή κάθεται και μας κοιτάει με ένα βλέμμα όλο απορία. Τα μεγάλα καταγάλανα μάτια της τα νιώθω δακρυσμένα. Νομίζω πως κανείς μας δεν θέλει να φύγει. Εδώ στις Σέρρες είμαστε απ’όταν γεννήθηκα εγώ. 13 ολόκληρα χρόνια. Όμορφα, γεμάτα με παιδικές αναμνήσεις. Κυριακάτικα τραπέζια, γιορτές , πανηγύρια, οικογενειακές στιγμές. Αλλά και λύπες. Έχουν περάσει 2 χρόνια από τότε που πέθανε ο παππούς. Αλλά και η Φιόνα η σκυλίτσα μας.
Η μεγάλη ώρα έφτασε. Ανεβήκαμε όλοι στα αυτοκίνητο αφού πρώτα ευχαρίστησαν οι γονείς μου τους εργάτες που πήγανε στο φορτηγό όλα μας τα υπάρχοντα. Κάντε το σταυρό σας είπε η μαμά. Και ξεκινήσαμε για μια καινούρια ζωή για νέους ορίζοντες. Μια καινούρια αρχή όπως μας έλεγε.
Σ’ όλη την διαδρομή αναρωτιόμουν άραγε εμένα θα με ρωτήσουν πως αισθάνομαι; Καμιά ερώτηση ποτέ. Μήπως δεν τους νοιάζει; Είχα την ελπίδα πως μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα θα με ρωτούσαν. «Γιωργάκη μου είσαι καλά; Πως είσαι τώρα που θα φύγουμε; Θα είναι ωραία θα δεις». Μάταια. Η μαμά ακόμη και τώρα έκανε ερωτήσεις στον εαυτό της και έδινε μόνη της απαντήσεις. Κοιτούσα από το παράθυρο τα δένδρα να τρέχουνε και τα σπίτια να περνάνε από τα μάτια μου σαν βροχή. Ίδια με τα δικά μου μάτια. Ήθελα να ανοίξω την πόρτα και να τρέξω. Χωρίς να πω κάτι. Όχι δεν θέλω να φύγω. Δεν πρέπει να φύγω. Δεν μπορώ να αφήσω τον Κωνσταντίνο. Είμαστε μαζί από το νηπιαγωγείο. Ξεχωρίζαμε μόνο κάθε βράδυ, που πήγαινε ο καθένας στο σπίτι του. Και ξανά μαζί. Και ξανά τα ίδια. Σχολείο, φροντιστήριο, πιάνο, παιδική χαρά. Θέλω να φύγω. Μόνο αυτές οι λέξεις τριγυρνούσαν στο μυαλό μου. Ακούγοντας μόνο τα λόγια που ακούγαμε τόσες μέρες. Δεν αντέχω, θα το κάνω. Θα κατέβω. «Γιώργο πως είσαι;» Ξαφνικά ο μπαμπάς ρώτησε. Επιτέλους σκέφτηκα! «Καλά ψιθύρισα!» Με μια φωνή που ακούστηκε, δεν ακούστηκε. «Πρέπει να το κάνουμε Γιώργο. Η δουλειά μου είναι αυτή. Και χωρίς αυτή θα μπορώ να σε φέρνω πίσω στις Σέρρες μια φορά το μήνα και να συναντιέσαι με τον Κωνσταντίνο. Γιατί όπως καταλαβαίνεις, σκεφτήκαμε και εσένα.» Τα χέρια μου άρχισαν να ιδρώνουν και τα μάτια έτρεχαν πιο πολύ. Θα τον ξαναδώ. Ναι πάλι θα παίξουμε στη γειτονιά. Σε ευχαριστώ μπαμπά. Δε μπορούσα να ακούσω κάτι πιο ωραίο σήμερα.
Συνεχίσαμε τη διαδρομή μας. Χαρούμενος τώρα πια κοιτώντας την φωτογραφία του αγαπημένου μου φίλου. Που ξέρεις έλεγα και ξανάλεγα, μέσα μου. Ίσως να μην αρέσει και της μαμάς εκεί και γίνει το θαύμα και γυρίσουμε πίσω. Που ξέρεις;

Μαρία Χαλάτση
 .